ΟΜΑΔΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΠΑΧΥΣΑΡΚΙΑΣ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΩΝ
Η παχυσαρκία είναι μάστιγα της εποχής που αφορά στο 63% των Ελλήνων ηλικίας άνω των 18 (37,9% υπέρβαροι, 24,9% παχύσαρκοι). Η παχυσαρκία κατατάσσεται κλασσικά μετρώντας τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ/BMI), δηλαδή το πηλίκο του βάρους προς το τετράγωνο του ύψους. Ανάλογα με τον ΔΜΣ οι ασθενείς ανήκουν στην ομάδα:
- ελλιποβαρείς (ΔΜΣ<18,5)
- φυσιολογικού βάρους (ΔΜΣ 18,5-25)
- υπέρβαροι (ΔΜΣ >25)
- παχύσαρκοι (ΔΜΣ >30)
- σοβαρή παχυσαρκία (ΔΜΣ >35)
- νοσογόνα παχύσαρκοι (ΔΜΣ 40-60)
- υπερνοσογόνα παχύσαρκοι (ΔΜΣ>50)
Οι ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία έχουν πολύ μεγαλύτερη συχνότητα ισχαιμικής καρδιαγγειακής νόσου, υπέρτασης, σακχαρώδους διαβήτου, περιοριστικών αναπνευστικών παθήσεων, εκφυλιστικής αρθροπάθειας, ορισμένων μορφών καρκίνου και ψυχιατρικών νοσημάτων σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό (μεταβολικό σύνδρομο). Οι ασθενείς με περιττά κιλά πρέπει να αντιμετωπίζονται από πολυδύναμη ομάδα πολλαπλών ειδικοτήτων (κλινικός διατροφολόγος, κλινικός ψυχολόγος, γαστρεντερολόγος, πνευμονολόγος, διαβητολόγος, χειρουργός παχυσαρκίας, πλαστικός χειρουργός).
Στην πρώτη γραμμή και στην κορυφή της ασφαλέστερης θεραπείας, βρίσκονται τα συντηρητικά μέτρα αντιμετώπισης, με πρωταγωνιστές τον διατροφολόγο και τον ψυχολόγο. Η προσαρμογή της δίαιτας και η αλλαγή τρόπου ζωής, η καθημερινή άσκηση και η ψυχική ισορροπία, μπορεί να είναι αρκετά για να φύγει το περιττό βάρος. Όταν δεν επαρκούν, και καθώς ο δείκτης μάζας σώματος αυξάνεται, παρεμβάσεις όπως το γαστρικό μπαλόνι και το ενδοσκοπικό γαστρικό botox μπορούν να βοηθήσουν τον υπέρβαρο και τον παχύσαρκο ασθενή προκειμένου να αποφύγει τους κινδύνους μιας επέμβασης. Τα αποτελέσματα των ενδοσκοπικών τεχνικών είναι συχνά εντυπωσιακά με απώλεια έως 15 κιλών στη διάρκεια θεραπείας. Τα αποτελέσματα αυτά μπορούν να ενισχυθούν από φάρμακα κατά της παχυσαρκίας και να οδηγήσουν σε συνολική απώλεια έως 20 κιλών περίπου.
Οταν τα συντηρητικά και τα ενδοσκοπικά μέτρα δεν βοηθούν πλέον τον ασθενή να χάσει το περιττό βάρος, η ομάδα παχυσαρκίας παραπέμπει τον ασθενή στον χειρουργό παχυσαρκίας. Πολλαπλές επεμβάσεις κατά της νοσογόνου παχυσαρκίας (βαριατρική χειρουργική) έχουν παρουσιαστεί μέσα στα τελευταία 50 έτη, μερικές εκ των οποίων υπήρξαν πολύ αποτελεσματικές στη θεραπεία του μεταβολικού συνδρόμου. Οι επεμβάσεις διακρίνονται σε περιοριστικές και δυσαπορροφητικές. Από τις περιοριστικές, το γαστρικό μανίκι (sleeve)ή επιμήκης γαστρεκτομή είναι η επικρατέστερη επέμβαση σήμερα, ενώ ο άλλοτε δημοφιλής γαστρικός δακτύλιος (band) εφαρμόζεται πλέον σε περιορισμένο αριθμό ασθενών. Από τις δυσαπορροφητικές, η γαστρική παράκαμψη (bypass) χρησιμοποιείται ακόμα με μεγάλη συχνότητα, κυρίως στις ΗΠΑ, και οι μεγάλες χολοπαγκρεατικές παρακάμψεις σε συγκεκριμένους ασθενείς και μόνο σε εξειδικευμένα κέντρα χειρουργικής παχυσαρκίας.
Στην πλειοψηφία τους οι μεγάλες βαριατρικές μελέτες έδειξαν ταχεία ομαλοποίηση των επιπέδων σακχάρου και HbA1, σε μικρό διάστημα μετεγχειρητικά μετά από τις επεμβάσεις αυτές και μάλιστα πριν σημειωθεί σημαντική απώλεια βάρους, αντανακλώντας έτσι την μεταβολική επίδραση αυτών των επεμβάσεων. Έκτοτε το ερευνητικό ενδιαφέρον στράφηκε σε αυτή ακριβώς τη μεταβολική επίδραση, θεσπίζοντας τον νέο όρο «Μεταβολική Χειρουργική» ή Χειρουργική του Σακχαρώδους Διαβήτη τύπου 2 (Rubino et al, Scopinaro et al).
O σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2) χαρακτηρίζεται από αντοχή στην ινσουλίνη (IR1) και υπεργλυκαιμία και διαφέρει από τον τύπο Ι στο ότι οι ασθενείς είναι γενικά υπέρβαροι και ασυμπτωματικοί στα πρώιμα στάδια. Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 έχει αργή έναρξη και συνήθως απαντάται σε ενήλικες (Kaufman 2005). Η αντοχή στην ινσουλίνη ορίζεται ως μειωμένη βιολογική απάντηση σε φυσιολογικά επίπεδα ινσουλίνης ορού που με την πάροδο του χρόνο οδηγεί σε αντιρροπιστική υπερινσουλιναιμία (Kohen-Avramoglu 2003).
Πριν την εμφάνιση του σακχαρώδους διαβήτου τύπου 2 συχνά προηγείται υπερινσουλιναιμία και διαταραχές ανοχής γλυκόζης με 50% των ασθενών με υπερινσουλιναιμία να αναπτύσσουν προοδευτικά διαβήτη (Kaufman 2005). Παρόλο που η πλήρης εκδήλωση του σακχαρώδους διαβήτου τύπου 2 έχει συνέπεια τον μεγαλύτερο καρδιαγγειακό κίνδυνο και άλλες επιπλοκές σε σχέση με την αντίσταση στην ινσουλίνη χωρίς υπεργλυκαιμία, η παρουσία της αντίστασης αποτελεί ανεξάρτητο και κύριο παράγοντα κινδύνου. Η τρέχουσα επιδημία σακχαρώδους διαβήτου τύπου 2 και οι συνυπάρχουσες καρδιαγγειακές επιπλοκές του, υπογραμμίζουν την ανάγκη για νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις και η χειρουργική φαίνεται να αποτελεί ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο.
Περισσότερα για τη Ρομποτική Επιμήκη Γαστρεκτομή.